κινητήρας W
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κινητήρας W αρσενικό
- (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει τρεις σειρές κυλίνδρων, μία κάθετη και δύο εκατέρωθεν που συγκλίνουν μεταξύ τους, κατά το λατινικό γράμμα W.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινητήρας W
|