κινητήρας Βάνκελ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κινητήρας Βάνκελ αρσενικό
- (μηχανολογία): καινοτόμος πολύστροφος κινητήρας εσωτερικής καύσης που αντί παλινδρομικών εμβόλων φέρει περιστρεφόμενο έμβολο σε ωοειδές ρελέ.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινητήρας Βάνκελ
|