Ετυμολογία

επεξεργασία
κινητήρας Βάνκελ < → δείτε τις λέξεις κινητήρας και Βάνκελ (Wankel)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κινητήρας Βάνκελ αρσενικό

  • (μηχανολογία): καινοτόμος πολύστροφος κινητήρας εσωτερικής καύσης που αντί παλινδρομικών εμβόλων φέρει περιστρεφόμενο έμβολο σε ωοειδές ρελέ.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία