κιλιούρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιλιούρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιλιούρης αρσενικό
- (επάγγελμα) φοροεισπράκτορας
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
- Ὅμως ἐπέψαν εἰς τὴν Λευκοσίαν κιλιούρην νὰ συμπιάσῃ τὰ δανεικά·
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- κιλιούρην (αιτιατική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- κιλιούρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.164, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.