Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κερματίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερματίζω
  2. θα κερματίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερματίζω