Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καχυπόπτως < καχυπόπτης (< αρχαία ελληνικά καχύποπτος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

καχυπόπτως

  Πηγές επεξεργασία