Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καυλιτζέκι < καυλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καυλιτζέκι ουδέτερο

  1. (αργκό) το πέος
  2. (χυδαίο) μακρόστενο αντικείμενο που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ή δεν γνωρίζουμε το όνομά του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία