καυλιτζέκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυλιτζέκι < καυλί
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυλιτζέκι ουδέτερο
- (αργκό) το πέος
- (χυδαίο) μακρόστενο αντικείμενο που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ή δεν γνωρίζουμε το όνομά του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καυλιτζέκι
|