Ετυμολογία

επεξεργασία
καυλιτζέκι < καυλί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυλιτζέκι ουδέτερο

  1. (αργκό) το πέος
  2. (χυδαίο) μακρόστενο αντικείμενο που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ή δεν γνωρίζουμε το όνομά του

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία