Ετυμολογία

επεξεργασία
καυλίον < υποκοριστικό του καυλός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυλίον ουδέτερο

  1. είδος θαλάσσιων φυκιών
  2. τμήμα κίονα