κατονομάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατονομάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατονομάζω
- θα κατονομάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατονομάζω