κατευθυνθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατευθυνθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατευθύνομαι
- θα κατευθυνθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατευθύνομαι
κατευθυνθείς