Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταύγαση < καταυγάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταύγαση θηλυκό

  1. η ενέργεια του καταυγάζω
  2. ο καθορισμός του ακριβούς στόχου κατά τη σκόπευση με τη χρήση φωτεινής δέσμης

  Μεταφράσεις επεξεργασία