καταύγαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταύγαση < καταυγάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταύγαση θηλυκό
- η ενέργεια του καταυγάζω
- ο καθορισμός του ακριβούς στόχου κατά τη σκόπευση με τη χρήση φωτεινής δέσμης
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταύγαση
|