καταϋποχρεώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταϋποχρεώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταϋποχρεώνω
- θα καταϋποχρεώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταϋποχρεώνω