Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταϋποχρεώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταϋποχρεώνω
  2. θα καταϋποχρεώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταϋποχρεώνω