κατασκόπευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατασκόπευσις < ελληνιστική κοινή κατασκοπεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασκόπευσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κατασκόπευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)