Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταρράκωσις (μαρτυρείται από το 1886) [1] < αρχαία ελληνική καταρρακόω / καταρρακῶ (σκίζω σε κομμάτια) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταρράκωσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 529, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου