καταπτόησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπτόησις (μαρτυρείται από το 1766) [1] < ελληνιστική κοινή καταπτοέω / καταπτοῶ, καταπτοη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπτόησις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1766, Ευγένιος Βούλγαρις - σελ. 529, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου