καταπολεμήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταπολεμήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπολεμώ
- θα καταπολεμήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπολεμώ