καταπιεστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταπιεστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταπιέζομαι
- θα καταπιεστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπιέζομαι
- να καταπιεστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπιέζομαι