καταπέσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταπέσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπέφτω
- θα καταπέσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπέφτω
καταπέσουν