καταμαρτυρήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταμαρτυρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμαρτυρώ
- θα καταμαρτυρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμαρτυρώ