καταλύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταλύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλύω
- θα καταλύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλύω
καταλύσετε