Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλασπώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλασπώνω
  2. θα καταλασπώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλασπώνω