κατακρεούργησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακρεούργησις (μαρτυρείται από το 1872) [1] < κατακρεουργῶ, κατακρεουργη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατακρεούργησις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 525, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου