Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταδυθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδύομαι
  2. θα καταδυθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδύομαι