Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καταδολιευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδολιεύομαι
  2. θα καταδολιευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδολιεύομαι