καρκόλα
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρκόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carjola
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρκόλα θηλυκό
- το κρεβάτι
Πηγές
επεξεργασία- καρκόλα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
- σελ. 877 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄