Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καρβουνιάρη

  1. καρβουνιάρης, στη γενική του ενικού
  2. καρβουνιάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. καρβουνιάρης, στην κλητική του ενικού