Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονιστική οπτική < κανονιστική + οπτική

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κανονιστική οπτική

  • κάτι που δίνει έμφαση στις κοινωνικές αξίες, την ισότητα και τη δικαιοσύνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία