κανονιστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακανονιστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανονίζομαι
- θα κανονιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανονίζομαι
κανονιστείς