κανονιοβολήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κανονιοβολήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανονιοβολώ
- θα κανονιοβολήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανονιοβολώ
κανονιοβολήσω