καλοσυνέψεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καλοσυνέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοσυνεύω
- θα καλοσυνέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοσυνεύω
καλοσυνέψεις