Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καλοκαιριάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλοκαιριάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοκαιριάζω
  3. θα καλοκαιριάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοκαιριάζω