Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καλογερέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλογερεύω
  2. θα καλογερέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλογερεύω