→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλίπαις < καλλί- + παῖς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλλίπαις αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει όμορφα παιδιά