κακοφανούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακακοφανούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακοφαίνεται
- θα κακοφανούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακοφαίνεται
κακοφανούν