κακοστομαχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοστομαχιάζω < ελληνιστική κοινή κακοστομαχέω + -ιάζω < κακοστόμαχος
Ρήμα
επεξεργασίακακοστομαχιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοστομαχιάζω | κακοστομάχιαζα | θα κακοστομαχιάζω | να κακοστομαχιάζω | κακοστομαχιάζοντας | |
β' ενικ. | κακοστομαχιάζεις | κακοστομάχιαζες | θα κακοστομαχιάζεις | να κακοστομαχιάζεις | κακοστομάχιαζε | |
γ' ενικ. | κακοστομαχιάζει | κακοστομάχιαζε | θα κακοστομαχιάζει | να κακοστομαχιάζει | ||
α' πληθ. | κακοστομαχιάζουμε | κακοστομαχιάζαμε | θα κακοστομαχιάζουμε | να κακοστομαχιάζουμε | ||
β' πληθ. | κακοστομαχιάζετε | κακοστομαχιάζατε | θα κακοστομαχιάζετε | να κακοστομαχιάζετε | κακοστομαχιάζετε | |
γ' πληθ. | κακοστομαχιάζουν(ε) | κακοστομάχιαζαν κακοστομαχιάζαν(ε) |
θα κακοστομαχιάζουν(ε) | να κακοστομαχιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοστομάχιασα | θα κακοστομαχιάσω | να κακοστομαχιάσω | κακοστομαχιάσει | ||
β' ενικ. | κακοστομάχιασες | θα κακοστομαχιάσεις | να κακοστομαχιάσεις | κακοστομάχιασε | ||
γ' ενικ. | κακοστομάχιασε | θα κακοστομαχιάσει | να κακοστομαχιάσει | |||
α' πληθ. | κακοστομαχιάσαμε | θα κακοστομαχιάσουμε | να κακοστομαχιάσουμε | |||
β' πληθ. | κακοστομαχιάσατε | θα κακοστομαχιάσετε | να κακοστομαχιάσετε | κακοστομαχιάστε | ||
γ' πληθ. | κακοστομάχιασαν κακοστομαχιάσαν(ε) |
θα κακοστομαχιάσουν(ε) | να κακοστομαχιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοστομαχιάσει | είχα κακοστομαχιάσει | θα έχω κακοστομαχιάσει | να έχω κακοστομαχιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοστομαχιάσει | είχες κακοστομαχιάσει | θα έχεις κακοστομαχιάσει | να έχεις κακοστομαχιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοστομαχιάσει | είχε κακοστομαχιάσει | θα έχει κακοστομαχιάσει | να έχει κακοστομαχιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοστομαχιάσει | είχαμε κακοστομαχιάσει | θα έχουμε κακοστομαχιάσει | να έχουμε κακοστομαχιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοστομαχιάσει | είχατε κακοστομαχιάσει | θα έχετε κακοστομαχιάσει | να έχετε κακοστομαχιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοστομαχιάσει | είχαν κακοστομαχιάσει | θα έχουν κακοστομαχιάσει | να έχουν κακοστομαχιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοστομαχιάζω
|