Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοστομαχιάζω < ελληνιστική κοινή κακοστομαχέω + -ιάζω < κακοστόμαχος

  Ρήμα επεξεργασία

κακοστομαχιάζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία