καθυβρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καθυβρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθυβρίζω
- θα καθυβρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθυβρίζω
καθυβρίσουμε