καθοσιώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθοσιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
καθοσιώνω
- καθιστώ κάτι ιερό
- προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθοσιώνω | καθοσίωνα | θα καθοσιώνω | να καθοσιώνω | καθοσιώνοντας | |
β' ενικ. | καθοσιώνεις | καθοσίωνες | θα καθοσιώνεις | να καθοσιώνεις | καθοσίωνε | |
γ' ενικ. | καθοσιώνει | καθοσίωνε | θα καθοσιώνει | να καθοσιώνει | ||
α' πληθ. | καθοσιώνουμε | καθοσιώναμε | θα καθοσιώνουμε | να καθοσιώνουμε | ||
β' πληθ. | καθοσιώνετε | καθοσιώνατε | θα καθοσιώνετε | να καθοσιώνετε | καθοσιώνετε | |
γ' πληθ. | καθοσιώνουν(ε) | καθοσίωναν καθοσιώναν(ε) |
θα καθοσιώνουν(ε) | να καθοσιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθοσίωσα | θα καθοσιώσω | να καθοσιώσω | καθοσιώσει | ||
β' ενικ. | καθοσίωσες | θα καθοσιώσεις | να καθοσιώσεις | καθοσίωσε | ||
γ' ενικ. | καθοσίωσε | θα καθοσιώσει | να καθοσιώσει | |||
α' πληθ. | καθοσιώσαμε | θα καθοσιώσουμε | να καθοσιώσουμε | |||
β' πληθ. | καθοσιώσατε | θα καθοσιώσετε | να καθοσιώσετε | καθοσιώστε | ||
γ' πληθ. | καθοσίωσαν καθοσιώσαν(ε) |
θα καθοσιώσουν(ε) | να καθοσιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθοσιώσει | είχα καθοσιώσει | θα έχω καθοσιώσει | να έχω καθοσιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθοσιώσει | είχες καθοσιώσει | θα έχεις καθοσιώσει | να έχεις καθοσιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθοσιώσει | είχε καθοσιώσει | θα έχει καθοσιώσει | να έχει καθοσιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθοσιώσει | είχαμε καθοσιώσει | θα έχουμε καθοσιώσει | να έχουμε καθοσιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθοσιώσει | είχατε καθοσιώσει | θα έχετε καθοσιώσει | να έχετε καθοσιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθοσιώσει | είχαν καθοσιώσει | θα έχουν καθοσιώσει | να έχουν καθοσιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθοσιώνομαι | καθοσιωνόμουν(α) | θα καθοσιώνομαι | να καθοσιώνομαι | ||
β' ενικ. | καθοσιώνεσαι | καθοσιωνόσουν(α) | θα καθοσιώνεσαι | να καθοσιώνεσαι | (καθοσιώνου) | |
γ' ενικ. | καθοσιώνεται | καθοσιωνόταν(ε) | θα καθοσιώνεται | να καθοσιώνεται | ||
α' πληθ. | καθοσιωνόμαστε | καθοσιωνόμαστε καθοσιωνόμασταν |
θα καθοσιωνόμαστε | να καθοσιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καθοσιώνεστε | καθοσιωνόσαστε καθοσιωνόσασταν |
θα καθοσιώνεστε | να καθοσιώνεστε | (καθοσιώνεστε) | |
γ' πληθ. | καθοσιώνονται | καθοσιώνονταν καθοσιωνόντουσαν |
θα καθοσιώνονται | να καθοσιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθοσιώθηκα | θα καθοσιωθώ | να καθοσιωθώ | καθοσιωθεί | ||
β' ενικ. | καθοσιώθηκες | θα καθοσιωθείς | να καθοσιωθείς | καθοσιώσου | ||
γ' ενικ. | καθοσιώθηκε | θα καθοσιωθεί | να καθοσιωθεί | |||
α' πληθ. | καθοσιωθήκαμε | θα καθοσιωθούμε | να καθοσιωθούμε | |||
β' πληθ. | καθοσιωθήκατε | θα καθοσιωθείτε | να καθοσιωθείτε | καθοσιωθείτε | ||
γ' πληθ. | καθοσιώθηκαν καθοσιωθήκαν(ε) |
θα καθοσιωθούν(ε) | να καθοσιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καθοσιωθεί | είχα καθοσιωθεί | θα έχω καθοσιωθεί | να έχω καθοσιωθεί | καθοσιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καθοσιωθεί | είχες καθοσιωθεί | θα έχεις καθοσιωθεί | να έχεις καθοσιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καθοσιωθεί | είχε καθοσιωθεί | θα έχει καθοσιωθεί | να έχει καθοσιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καθοσιωθεί | είχαμε καθοσιωθεί | θα έχουμε καθοσιωθεί | να έχουμε καθοσιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καθοσιωθεί | είχατε καθοσιωθεί | θα έχετε καθοσιωθεί | να έχετε καθοσιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καθοσιωθεί | είχαν καθοσιωθεί | θα έχουν καθοσιωθεί | να έχουν καθοσιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καθοσιωμένος - είμαστε, είστε, είναι καθοσιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καθοσιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καθοσιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καθοσιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καθοσιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καθοσιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καθοσιωμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθοσιώνω
|