Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθοσιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

καθοσιώνω

  1. καθιστώ κάτι ιερό
  2. προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία