Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καθικετεύεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθικετεύω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καθικετεύεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθικετεύω