καθαρογράψω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καθαρογράψω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθαρογράφω
- θα καθαρογράψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθαρογράφω
καθαρογράψω