Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καθαρογράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθαρογράφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθαρογράφω
  3. θα καθαρογράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθαρογράφω