Ετυμολογία

επεξεργασία
καδρονιάζω < καδρόνι

καδρονιάζω

  1. στήνω καδρόνια
  2. μετατρέπω ακατέργαστο ξύλο σε καδρόνι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία