Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καδρονιάζω < καδρόνι

  Ρήμα επεξεργασία

καδρονιάζω

  1. στήνω καδρόνια
  2. μετατρέπω ακατέργαστο ξύλο σε καδρόνι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία