Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καγχάζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καγχάζω



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καγχάζεις