καγχάζεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαγχάζεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καγχάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαγχάζεις
- ((ελληνιστική κοινή)) β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καγχάζω