Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρλινγκ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέρλινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • ομαδικό άθλημα που παίζεται στον πάγο, σέρνοντας πάνω στην επιφάνειά του βαριές πέτρες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία