κάμπτεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακάμπτεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάμπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακάμπτεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάμπτω