κάμνεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κάμνεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάμνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κάμνεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάμνω