Ετυμολογία

επεξεργασία
ιστορίαν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἱστορία πιθανώς από την αιτιατική ενικού «τὴν ἱστορίαν» ή όπως Ελλάδαν απλώς με επιπρόσθετο ποντιακό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιστορίαν θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία