ισοταχώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοταχώς < αρχαία ελληνική ἰσοταχῶς < ἰσοταχής
Επίρρημα
επεξεργασίαισοταχώς
- (αρχαιοπρεπές) με την ίδια ταχύτητα, με ίση ταχύτητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοταχώς
|
Δείτε επίσης : ἰσοταχῶς |
ισοταχώς
|