Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ισοδυναμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ισοδυναμώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοδυναμώ
  3. θα ισοδυναμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοδυναμώ