Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ικανοποιηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ικανοποιούμαι
  2. θα ικανοποιηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ικανοποιούμαι