ικανοποιηθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ικανοποιηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ικανοποιούμαι
- θα ικανοποιηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ικανοποιούμαι