ιεχωβάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεχωβάδες < Ιεχωβά / Ιεχωβάς / Μάρτυρες του Ιεχωβά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιεχωβάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- πιστοί της θρησκείας των μαρτύρων του Ιεχωβά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιεχωβάδες
|