Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ιερουργήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιερουργώ
  2. θα ιερουργήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιερουργώ