ιερουργήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαιερουργήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιερουργώ
- θα ιερουργήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιερουργώ
ιερουργήσουν